-
1 περι-κλείω
περι-κλείω (s. κλείω), ion. περικληΐω, u. altatt. περικλῄω, umschließen, rings einschließen; πεδίον περικεκληϊμένον οὔρεϊ πάντοϑεν, Her. 3, 117, vgl. 7, 129; ὑπὸ τοῦ πλήϑους περικλῃόμενοι, Thuc. 2, 100; u. im med., περικλῄσασϑαι τὰς ναῠς, 7, 52; Sp., wie Pol. 1, 53, 10; εἰς ἀνενεργησίαν περικλείεσϑαι, S. Emp. adv. eth. 162.
-
2 περικλείω
περικλείω, [dialect] Ion. [suff] περι-κληΐω, old [dialect] Att. [suff] περι-κλήω, ( κλείω (A), κλείς)A shut in all round, enclose,ἐκ τοῦ περικληΐοντος ὄρεος Hdt.3.117
, cf. 7.129, 198 ;ὅπως αἱ νῆες περικλῄσειαν Th.2.90
: abs.,περικλειούσης θαλάττης Ph.2.544
:—[voice] Med., περικλῄσασθαι τὰς ναῦς τῶν ἐναντίων get them surrounded, Th.7.52:—[voice] Pass.,ὑπὸ πλήθους περικλῃόμενοι Id.2.100
.II metaph., in [voice] Pass., to be confined, reduced,εἰς τοὺς ἐσχάτους κινδύνους D.S.16.35
;εἰς ἀνενεργησίαν S.E.M.11.162
, cf. POxy.1666.12 (iii A.D.):— later in [voice] Act., limit,εἰς τρία τὴν πραγματείαν Steph.in Hp.1.179
; ἐπεὶ δέ με ὁ χρόνος περιέκλειε τὸ τέλος ἐπάγων Vett. Val.354.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περικλείω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий